χαρτομανής

χαρτομανής
ης, ες 1. заядлый (о картёжнике);
2. (ο ) заядлый картёжник, азартный игрок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαρτομανής" в других словарях:

  • χαρτομανής — ές, Ν αυτός που έχει πάθος με την χαρτοπαιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»